- γενάκι
- τό1) бородка;
αφίνω γενάκι — отпускать бороду;
2) подбородок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφίνω γενάκι — отпускать бороду;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γενάκι — το μικρό γένι: Είχε ένα ξανθό γενάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γενάκι — το 1. μικρό (αραιό ή κοντό) γένι 2. το φυτό Ασφόδελος ή συριγγοειδής … Dictionary of Greek
μαυρογενούδης — ὁ αυτός που έχει μαύρο γενάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαυρογένης + κατάλ. ούδης] … Dictionary of Greek